Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πουθενά δεν είναι

  • 1 нигде

    нигде πουθενά" его \нигде нет πουθενά δεν είναι (или δε βρίσκεται)· мы ещё \нигде не были δεν πήγαμε ακόμα πουθενά
    * * *

    его́ нигде́ нет — πουθενά δεν είναι ( или δε βρίσκεται)

    мы ещё нигде́ не́ были — δεν πήγαμε ακόμα πουθενά

    Русско-греческий словарь > нигде

  • 2 никуда

    никуда
    нареч
    1. (ни в какое место) πουθενά:
    она \никуда не пойдет δέν θά πάει πουθενά·
    2. (ни на что, совсем) γιά τίποτε, σέ τίποτε:
    \никуда не годный μή ίκανός γιά τίποτε· \никуда не годный челοвέκ τιπο-τένιος ἀνθρωπος· это \никуда не годится а) αὐτό δέν κάνει γιά τίποτε (о вещи), б) δέν εἶναι καθόλου σωστό (о поступке).

    Русско-новогреческий словарь > никуда

  • 3 никуда

    επίρ.
    πουθενά (προς καμία κατεύθυνση)•

    никуда не пойду πουθενά δε θα πάω.

    || για τίποτε, προς τίποτε, σε τίποτε•

    никуда не годный για τίποτε δεν κάνει (είναι άχρηστος)•

    никуда не годный человек άχρηστος άνθρωπος.

    επίρ. (απλ.) βλ. никуда.

    Большой русско-греческий словарь > никуда

  • 4 деть

    дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").
    1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•

    куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•

    он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.

    2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.
    εκφρ.
    деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•
    этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•
    не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•
    не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.
    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•

    куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•

    куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•

    2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω.

    Большой русско-греческий словарь > деть

  • 5 где

    επίρ.
    1. ερωτ. που;•

    где вы работаете? που δουλεύετε;

    2. τοπ. πού•

    вот где να που.

    3. αναφ. όπου•

    везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•

    где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•

    больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•

    где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.

    εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•
    где бы – αντί να•
    где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε.

    Большой русско-греческий словарь > где

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… …   Dictionary of Greek

  • Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»